penance

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

(θρησκεία)
penance (en)

  1. εξιλεωτική αυτοτιμωρία· εκκλησιαστική ποινή, τιμωρία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του ως εξιλέωση για μια αμαρτία
  2. η εξομολόγηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.