paradigm
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| paradigm | paradigms |
| παρωχημένο: paradigma, πληθυντικός paradigmata | |
Ετυμολογία
- paradigm < (λόγιο δάνειο) νεολατινική paradigma < αρχαία ελληνική παράδειγμα
Ουσιαστικό
- αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα, πρότυπο αναφοράς
- (γραμματική) πίνακας κλίσης ως κλιτικό παράδειγμα
- κοσμοθεωρία
- paradigma (παρωχημένο, πληθυντικός: paradigmata)
Πολυλεκτικοί όροι
- (πληροφορική) programming paradigm
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.