outgrow

Αγγλικά (en)

ενεστώτας outgrow
γ΄ ενικό ενεστώτα outgrows
αόριστος outgrew
παθητική μετοχή outgrown
ενεργητική μετοχή outgrowing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

Ετυμολογία

outgrow < out- + grow

Ρήμα

outgrow (en)

  • περνάω μεγαλώνοντας, σταματάω να κάνω κάτι γιατί μεγαλώνω, παρατάω μια συνήθεια μεγαλώνοντας
    He will outgrow it.
    Θα του περάσει μεγαλώνοντας.
    She outgrew her dolls.
    Μεγάλωσε πια για κούκλες.
     συνώνυμα: grow out of

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.