osseux
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ⓘ
Επίθετο
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
osseux
osseux
θηλυκό
osseuse
osseuses
osseux
(fr)
οστέινος
που έχει
κόκαλα
που έχει
δομή
από κόκαλα
του οποίου τα κόκαλα φαίνονται,
κοκαλιάρης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.