ordo
Εσπεράντο (eo)
Προφορά
- ⓘ
Λατινικά (la)
Ουσιαστικό
ordo, -ĭnis (la) αρσενικό
- τάξη, σειρά
- ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά
- (στρατιωτικός όρος) τάξη, σειρά στρατιωτών
- (νεολατινική σημασία , ταξινομία) η τάξη (ταξινομική βαθμίδα)
- → δείτε και τους όρους superordo, subordo, infraordo και parvordo
- (νεολατινική σημασία , χριστιανισμός) το τυπικό σε λειτουργίες της καθολικής εκκλησίας
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | ordo | ordinēs |
| γενική | ordinis | ordinum |
| δοτική | ordinī | ordinibus |
| αιτιατική | ordinem | ordinēs |
| κλητική | ordo | ordinēs |
| αφαιρετική | ordine | ordinibus |
Πηγές
- ordo - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.