onques

Παλαιά γαλλικά (fro)

Ετυμολογία

onques < λατινική umquam (μια μέρα, κάποτε)

Επίρρημα

onques (παρωχημένο)

  1. (με θετική έννοια) κάποτε, μια μέρα, έναν καιρό
  2. (με αρνητική έννοια) ποτέ. Σ' αυτή την περίπτωση, χρησιμοποιείται με το ne

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.