nursing

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

nursing (en) (μη μετρήσιμο)

  • η περίθαλψη, η δουλειά ή η ικανότητα της φροντίδας ανθρώπων που είναι άρρωστοι ή τραυματισμένοι
    Nursing her parents eats up all her time.
    Η περίθαλψη των γονιών της της τρώει όλο το χρόνο.

Ρηματικός τύπος

nursing (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.