numb

Αγγλικά (en)

Επίθετο

παραθετικά
θετικός numb
συγκριτικός number
υπερθετικός numbest

numb (en)

  1. μουδιασμένος, δεν μπορώ να αισθανθώ ένα μέρος του σώματός μου
    numb fingers - μουδιασμένα δάχτυλα
    My tooth stopped feeling numb.
    Ξεμούδιασε το δόντι μου.
  2. μουδιασμένος, δεν μπορώ να νιώσω, να σκεφτώ ή να αντιδράσω με τον φυσιολογικό τρόπο
    numb with fear - μουδιασμένος από τον φόβο
    The fighters went numb learning about the leadership’s betrayal.
    Μούδιασαν οι αγωνιστές μαθαίνοντας της προδοσία της ηγεσίας του.

Ρήμα

ενεστώτας numb
γ΄ ενικό ενεστώτα numbs
αόριστος numbed
παθητική μετοχή numbed
ενεργητική μετοχή numbing

numb (en)

  1. μουδιάζω, νιώθω παροδική αναισθησία σε όλο το σώμα ή σε ορισμένο τμήμα ή μέλος του
    The injection numbed my whole leg.
    Η ένεση μου μούδιασε όλο το πόδι.
    My teeth were numbed by the ice cream.
    Μούδιασαν τα δόντια μου από το παγωτό.
  2. μουδιάζω, κάνω κάποιον ανίκανο να νιώσει, να σκεφτεί ή να αντιδράσει με φυσιολογικό τρόπο
    I was numbed by my fear.
    Μούδιασα από το φόβο μου.

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.