nigger
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| nigger | niggers |
Ουσιαστικό
nigger (en)
- (υβριστικό, χυδαίο, αργκό, ρατσιστικό) ο νέγρος, ο αράπης, ο σκυλάραπας
- προτακτικό πολλών μειωτικών, υβριστικών συνθέτων ή χαλαρών σύνθετων
Σημειώσεις
- η χρήση της λέξης αυτής, ιδιαίτερα από λευκούς, θεωρείται εξαιρετικά προσβλητική και ρατσιστική
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.