minuto
Εσπεράντο
(eo)
Ετυμολογία
minuto
<
minut-
+
-o
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
minuto
minutoj
αιτιατική
minuton
minutojn
minuto
(eo)
το
λεπτό
της
ώρας
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
minuto
minutos
Ουσιαστικό
minuto
(es)
αρσενικό
λεπτό
Ιταλικά
(it)
Ουσιαστικό
minuto
(it)
το
λεπτό
της
ώρας
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
minuto
minutos
minuto
(pt)
αρσενικό
το
λεπτό
της
ώρας
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.