minuto

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

minuto < minut- + -o

Προφορά

 

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική minutominutoj
αιτιατική minutonminutojn

minuto (eo)



Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
minuto minutos

Ουσιαστικό

minuto (es) αρσενικό

  1. λεπτό



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

minuto (it)

  1. το λεπτό της ώρας



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
minuto minutos

minuto (pt) αρσενικό

  1. το λεπτό της ώρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.