middleware
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- middleware < middle + -ware
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
middleware (en)
- (πληροφορική) λογισμικό που λειτουργεί σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ εφαρμογών και λειτουργικού συστήματος ή συστήματος διαχείρισης βάσης δεδομένων ή μεταξύ πελάτη (client) και διακομιστή (server)
Υπερώνυμα
Υπώνυμα
- Java DataBase Connectivity (JDBC)
-
middleware στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.