menu

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

menu (en)

  1. το μενού



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό menu menus
θηλυκό menue menues

menu (fr)

Επίρρημα

menu (fr)

Ουσιαστικό

menu (fr)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

menu (it)

  1. το μενού, ο κατάλογος



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
menu menus

menu (pt) αρσενικό

  1. το μενού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.