majątek

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική majątek majątki
γενική majątku majątków
δοτική majątkowi majątkom
αιτιατική majątek majątki
οργανική majątkiem majątkami
τοπική majątku majątkach
κλητική majątku majątki

Ουσιαστικό

majątek (pl) αρσενικό

  1. η περιουσία
    majątek narodowy / rodzinny majątek / majątek nieruchomy - κρατική περιουσία / οικογενειακή περιουσία / ακίνητη περιουσία
  2. το κτήμα
    nie chcą sprzedać majątku - δεν θέλουν να πουλήσουν το κτήμα (τους)
  3. τα πλούτη

Συγγενικά

  • majątkowo
  • majątkowy
  • majętność
  • majętny
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.