leave out

Αγγλικά (en)

ενεστώτας leave out
γ΄ ενικό ενεστώτα leaves out
αόριστος left out
παθητική μετοχή left out
ενεργητική μετοχή leaving out

Ετυμολογία

leave out <  δείτε τις λέξεις leave και out

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌliːv ˈaʊt/

Ρήμα

leave out (en)

  • παραλείπω, δεν συμπεριλαμβάνω ή δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι σε κάτι
    I left out his name/an important detail.
    Παρέλειψα το όνομά του/μια σημαντική λεπτομέρεια.
    The printer left out two lines.
    Ο εκτυπωτής παρέλειψε δυο αράδες.
    When you hand out sweets, you always leave me out.
    Όταν μοιράζεις γλυκά πάντα με παραλείπεις.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη omit

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.