lakırtı

Τουρκικά (tr)

Προφορά

ΔΦΑ : /la.kɯɾˈtɯ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: lakır

Ουσιαστικό

lakırtı (tr)

  1. ο λόγος, αυτό που λέγεται, τα λόγια, η κουβέντα, η λεκτική μετάδοση (της) πληροφορίας και κάποιες φορές και το νόημά της/η σημασία της
     συνώνυμα: söz, laf
  2. ομιλία, κουβέντα
     συνώνυμα: konuşma, muhabbet, sohbet
  3. (μεταφορικά) κενή φλυαρία, κουτσομπολιό
     συνώνυμα: boş laf, dedikodu

Κλίση

Αλλόγλωσσα παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.