kuyruk

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kuyruk < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική 𐰴𐰆𐰑𐰺𐰆𐰸 (qudruq) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kujˈɾuk/

Ουσιαστικό

kuyruk (tr)

  1. ουρά, προέκταση της σπονδυλικής στήλης αρκετών θηλαστικών, η κέρκος
  2. ουρά, λεπτή προέκταση προς τα πίσω αρκετών ζώων ιδίως ερπετών και ψαριών
  3. ουρά, τα φτερά πτηνών που βρίσκονται στο πίσω μέρος και μοιάζουν με ουρά
  4. αλογοουρά, είδος χτενίσματος όπου τα μαλλιά δένονται με ένα λαστιχάκι και κρέμονται σαν "ουρά" αλόγου στο πίσω μέρος του κεφαλιού
     συνώνυμα: atkuyruğu
  5. σειρά από πράγματα ή πρόσωπα που περιμένουν
     συνώνυμα: sıra

Κλίση

Παράγωγα

  • kuyruklu
  • kuyruksuz

Σύνθετα

  • kuyruk acısı
  • kuyruk sokumu
  • kuyruk yağı

Αναφορές

  1. kuyruk - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.