kill off

Αγγλικά (en)

ενεστώτας kill off
γ΄ ενικό ενεστώτα kills off
αόριστος killed off
παθητική μετοχή killed off
ενεργητική μετοχή killing off

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις kill και off

Ρήμα

kill off (en)

  1. αφανίζω, εξαλείφω
  2. (μεταφορικά) απορρίπτω, κόβω, αφαιρώ, αφήνω έξω, παύω, σταματώ, δεν συμπεριλαμβάνω
    (συχνά απότομα και χωρίς εξηγήσεις)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.