jurisprudence
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Προφορά
/ˌdʒʊərɪsˈpruːd(ə)ns/
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- jurisprudence < λατινική jurisprudentia (επιστήμη του δικαίου)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʒy.ʁis.pʁy.dɑ̃s/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| jurisprudence | jurisprudences |
jurisprudence (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) η επιστήμη του δικαίου
- ένα σώμα νόμων που αντιστοιχούν σε έναν τομέα του δικαίου· το σύνολο των νομικών αρχών που πηγάζουν από αυτό
- η νομολογία, οι αποφάσεις των δικαστηρίων· τρόπος κατά τον οποίο ένα δικαστήριο κρίνει συνήθως ένα θέμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.