jako

Εσπεράντο (eo)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική jakojakoj
αιτιατική jakonjakojn

jako (eo)



Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈjakɔ/
 

Πρόθεση

jako (pl)

  1. σα, σαν, ως (για να δηλώσει το ρόλο, τη θέση την οποία κατέχει το υποκείμενο)
    pracuję jako kierowca - δουλεύω (σαν) οδηγός

Συγγενικά



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Πρόθεση

jako (cs)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.