issant

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

issant, μετοχή του ρήματος της αρχαίας γαλλικής issir > issu

Προφορά

ΔΦΑ : /isɑ̃/

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό issant issants
θηλυκό issante issantes

issant (fr)

  • (εραλδική) λέγεται για μορφές ζώων, των οποίων βλέπουμε μόνο το πάνω μέρος του σώματος, που φαίνονται να βγαίνουν από το οικόσημο

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.