intuition
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| intuition | intuitions |
Ετυμολογία
- intuition < μέση γαλλική intuition
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˌɪn.tjʊˈɪ.ʃən/
Ουσιαστικό
intuition (en)
- η διαίσθηση, ενστικτώδης αντίληψη, ενόραση, απροσδιόριστη γνώση αυτού που δεν μπορεί να αποδειχτεί με τη λογική ή αυτού που δεν υπάρχει ακόμη
- το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
- ↪ I got a lottery ticket because I had a good intuition.
- Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
- ↪ I got a lottery ticket because I had a good intuition.
Συγγενικά
Πηγές
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαίσθηση
- intuition - Oxford Learner's Dictionaries
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.