internat

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
internat internats

Ουσιαστικό

internat (fr) αρσενικό

  1. η κατάσταση ενός μαθητή που κατοικεί μέσα σε ένα ίδρυμα
  2. (κατ’ επέκταση) το ίδιο το ίδρυμα, το οικοτροφείο
     συνώνυμα: pensionnat
  3. η εξάσκηση στο νοσοκομείο ενός φοιτητή ιατρικής· η διάρκεια αυτής της εξάσκησης
  4. ο διαγωνισμός χάρη στον οποίο αποκτάται ο τίτλος που δίνει το δικαίωμα εξάσκησης στο νοσοκομείο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.