insinuate
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | insinuate |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | insinuates |
| αόριστος | insinuated |
| παθητική μετοχή | insinuated |
| ενεργητική μετοχή | insinuating |
Ρήμα
insinuate (en)
- (συνήθως κακόσημο) υπαινίσσομαι, αφήνω να εννοηθεί, υποδηλώνω εμμέσως ότι κάτι δυσάρεστο ισχύει
- (επίσημο, κακόσημο) κερδίζω επιτήδεια, χώνομαι με πανουργία, έχω επιτυχία να κερδίσω τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη κάποιου, κτλ. ώστε να μπορώ να χρησιμοποιήσω την κατάσταση προς όφελός μου
- (επίσημο) μετακινώ σιγά το σώμα μου ή ένα μέλος μου και το τοποθετώ κάπου
Πηγές
- insinuate - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 910, 982. ISBN 9780194325684., λήμμα: υπαινίσσομαι, χώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.