implicate

Αγγλικά (en)

ενεστώτας implicate
γ΄ ενικό ενεστώτα implicates
αόριστος implicated
παθητική μετοχή implicated
ενεργητική μετοχή implicating

Ρήμα

implicate (en)

  1. ενοχοποιώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάποιος εμπλέκεται σε κάτι κακό ή εγκληματικό
    His testimony implicated many high-ranking officials.
    Η κατάθεσή του ενοχοποίησε πολλούς αξιωματούχους.
     συνώνυμα: involve
  2. υπονοώ, δείχνω ή υπονοώ ότι κάτι είναι η αιτία για κάτι κακό
    Are you implicating that I’m lying?
    Υπονοείς ότι λέω ψέματα;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη allude

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.