impiété
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- impiété < (άμεσο δάνειο) λατινική impietas
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pje.te/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| impiété | impiétés |
impiété (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο ή λόγιο) η ιδιότητα ενός άθρησκου ή ασεβούς ανθρώπου· η περιφρόνηση της θρησκείας
- ασεβής λόγος ή πράξη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.