impiété

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

impiété < (άμεσο δάνειο) λατινική impietas

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ̃.pje.te/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
impiété impiétés

impiété (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο ή λόγιο) η ιδιότητα ενός άθρησκου ή ασεβούς ανθρώπου· η περιφρόνηση της θρησκείας
  2. ασεβής λόγος ή πράξη
     συνώνυμα: blasphème, sacrilège

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.