ibrik

Τουρκικά (tr)

Χάλκινη κανάτα: ibrik.

Ετυμολογία

ibrik < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική ابریق (ibrik) < αραβική إبريق (ibrīk) < περσική آبریز (âbriz) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ibˈɾic/

Ουσιαστικό

ibrik (tr)

Κλίση

Συγγενικά

  • ibrikçi

Απόγονοι

ibrik (οθωμανικά τουρκικά) ابریق (ibrik)

τουρκικά: ibrik
αγγλικά: ibrik
αλβανικά: ibrik
βουλγαρικά: ибрик
εβραιοϊσπανικά: ibrik, librik
νέα ελληνικά: μπρίκι
ουγγρικά: ibrik
ρουμανικά: ibric
σερβοκροατικά: ibrik

Αναφορές

  1. ibrik - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.