hold up

Αγγλικά (en)

ενεστώτας hold up
γ΄ ενικό ενεστώτα holds up
αόριστος held up
παθητική μετοχή held up
ενεργητική μετοχή holding up

Ετυμολογία

hold up <  δείτε τις λέξεις hold και up

Ρήμα

hold up (en)

  • καθυστερώ ή εμποδίζω την κίνηση ή την πρόοδο κάποιου ή κάτι
    The traffic held us up.
    Μας καθυστέρησε η κυκλοφορία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.