hold over

Αγγλικά (en)

ενεστώτας hold over
γ΄ ενικό ενεστώτα holds over
αόριστος held over
παθητική μετοχή held over
ενεργητική μετοχή holding over

Ετυμολογία

hold over <  δείτε τις λέξεις hold και over

Ρήμα

hold over (en)

  • (συνήθως στην παθητική φωνή) αναβάλλω, δεν ασχολούμαι με κάτι αμέσως, αφήνω κάτι να ασχοληθώ αργότερα
    The issue was held over for the next meeting.
    Το θέμα αναβλήθηκε για την επόμενη συνεδρίαση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη delay

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.