hochet
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- hochet < hochet
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʔɔ.ʃɛ/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| hochet | hochets |
hochet (fr) αρσενικό
- η κουδουνίστρα
- (μεταφορικά) η ψευδαίσθηση, το όνειρο
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.