havresac

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

havresac < (άμεσο δάνειο) γερμανική Habersack, σάκος για βρώμη

Προφορά

ΔΦΑ : /?ɑ.vʁə.sak/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
havresac havresacs

havresac (fr) αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) σάκος που περιείχε τον εξοπλισμό του στρατιώτη και κρατιόταν στην πλάτη με τιράντες, ο γυλιός
  2. σάκος που φέρεται στην πλάτη


Ταυτόσημο

  • habresac
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.