hétéroclite

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

hétéroclite < λατινική heteroclitus < ελληνιστική κοινή ἑτερόκλιτος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.te.ʁɔ.klit/

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
hétéroclite hétéroclites

hétéroclite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (από το 14ο αιώνα, γραμματική) ετερόκλιτος, με διαφορετική κλίση
  2. (από το 15ο αιώνα) ανακατεμένα διαφορετικά στοιχεία, ετερόκλι(η)τα

Αναφορές

  1. hétéroclite - ετυμολογία - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.