ἑτερόκλιτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἑτερόκλιτος | τὸ ἑτερόκλιτον | οἱ, αἱ ἑτερόκλιτοι | τὰ ἑτερόκλιτα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἑτεροκλίτου | τοῦ ἑτεροκλίτου | τῶν ἑτεροκλίτων | τῶν ἑτεροκλίτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἑτεροκλίτῳ | τῷ ἑτεροκλίτῳ | τοῖς, ταῖς ἑτεροκλίτοις | τοῖς ἑτεροκλίτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἑτερόκλιτον | τὸ ἑτερόκλιτον | τοὺς, τὰς ἑτεροκλίτους | τὰ ἑτερόκλιτα |
| Κλητική | ἑτερόκλιτε | ἑτερόκλιτον | ἑτερόκλιτοι | ἑτερόκλιτα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἑτεροκλίτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἑτεροκλίτοιν | |||
Ετυμολογία
- ἑτερόκλιτος < ἕτερος + κλιτός
Επίθετο
ἑτερόκλιτος
- αυτός που κλίνεται ανώμαλα ή κατά άλλη κλίση, π.χ. γυνή, Ζεύς
- καὶ πάλιν ὁ μέγας τοῦ μέγαος, ἡ γὰρ μεγάλου γενικὴ ἑτερόκλιτός ἐστιν (Αίλιος Ηρωδιανός, Περί Ονομάτων, 3, 2, 616, 31)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.