guérisseur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

guérisseur < gariseor < guérir

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡe.ʁi.sœʁ/

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό guérisseur guérisseurs
θηλυκό guérisseuse guérisseuses

guérisseur (fr)

  1. (σπάνιο) αυτός που γιατρεύει
  2. άνθρωπος που έχει ως επάγγελμα την ίαση ασθενών με μέσα που δεν υπάγονται στην επίσημη ιατρική
     συνώνυμα: rebouteux

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.