go around

Αγγλικά (en)

ενεστώτας go around
γ΄ ενικό ενεστώτα goes around
αόριστος went around
παθητική μετοχή gone around
ενεργητική μετοχή going around

Ετυμολογία

go around <  δείτε τις λέξεις go και around

Ρήμα

go around (en)

  1. γυρίζω, συχνά βρίσκομαι σε μια συγκεκριμένη κατάσταση ή συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
    Are you mad? You’re going around naked in the cold!
    Τρελός είσαι και γυρίζεις γυμνός μέσα στο κρύο;
     συνώνυμα: go about (βρετανικά αγγλικά)
  2. κυκλοφορώ από άτομο σε άτομο
    A story/rumor is going around that…
    Κυκλοφορεί μια ιστορία/μια διάδοση ότι…
     συνώνυμα: go about (βρετανικά αγγλικά)
  3. γυρίζω, επισκέπτομαι κάποιον ή ένα μέρος που είναι κοντά
    At night, we were going around to all the nightclubs.
    Τα βραδιά γυρίζαμε όλα τα νυχτερινά κέντρα.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.