τζέντλεμαν
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τζέντλεμαν
<
αγγλική
gentleman
Ουσιαστικό
τζέντλεμαν
αρσενικό
άκλιτο
o
ευγενικός
και
έντιμος
, αυτός που είναι πραγματικός
κύριος
Μεταφράσεις
τζέντλεμαν
γαλλικά
:
gentleman
(fr)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.