gâchette

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

gâchette < gâche

Προφορά

ΔΦΑ : /ɡɑ.ʃɛt/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
gâchette gâchettes

gâchette (fr) θηλυκό

  1. μεταλλικό εξάρτημα που συγκρατεί κλειστή τη γλώσσα μιας κλειδαριάς
  2. σε ένα πιστόλι, εξάρτημα που ακινητοποιεί τη σκανδάλη
  3. ηλεκτρόδιο που κατευθύνει ορισμένα ημιαγωγά κυκλώματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.