góra

Πολωνικά (pl)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική góra góry
γενική góry gór
δοτική górze górom
αιτιατική górę góry
οργανική górą górami
τοπική górze górach
κλητική góro góry

Ετυμολογία

góra < από την πρωτοσλαβική gora

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɡura/
 

Ουσιαστικό

góra (pl) θηλυκό

  1. (γεωγραφία) βουνό, όρος
  2. το πάνω μέρος
  3. (μεταφορικά) διευθυντική αρχή, οι από πάνω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.