fusible
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fusible | fusibles |
fusible (fr) αρσενικό
- ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος που λιώνει όταν η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος ξεπερνά κάποια τιμή
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.