fusible

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
fusible fusibles

fusible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που μπορεί να λιώσει
  2. εύτηκτος

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
fusible fusibles

fusible (fr) αρσενικό

  1. ασφάλεια ηλεκτρικού κυκλώματος που λιώνει όταν η ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος ξεπερνά κάποια τιμή

Αντώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.