fresh

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός fresh
συγκριτικός fresher
υπερθετικός freshest

Επίθετο

fresh (en)

  1. φρέσκος, για τρόφιμα
    Is the food fresh?
    Είναι το φαγητό φρέσκο;
  2. καινούριος ή καθαρός
  3. φρέσκος (αναζωογονητικός)
  4. που δεν είναι αλμυρός (για το νερό)
  5. αγενής, ανάρμοστος

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.