fresh
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | fresh |
| συγκριτικός | fresher |
| υπερθετικός | freshest |
Επίθετο
fresh (en)
- φρέσκος, για τρόφιμα
- ↪ Is the food fresh?
- Είναι το φαγητό φρέσκο;
- ↪ Is the food fresh?
- καινούριος ή καθαρός
- φρέσκος (αναζωογονητικός)
- που δεν είναι αλμυρός (για το νερό)
- αγενής, ανάρμοστος
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.