fraught
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- fraught < (κληρονομημένο) μέση αγγλική fraught < μέση ολλανδική vracht ή μέση κάτω γερμανική vracht («χρήματα μεταφοράς φορτίου») < πρωτογερμανική *fra- (εντατικό πρόθημα) + *aihtiz («κατοχή, υπάρχον, κάτι που μου ανήκει») < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂eyḱ- («κατέχω, έχω στην κατοχή μου»)
Συγγενές με το παλαιό άνω γερμανικό: frēht («κέρδη, έσοδα»), παλαιοαγγλικό/αγγλοσαξονικό: ǣht («ιδιοκτησία, τα σέχια μου, τα πράγματά μου, οτιδήποτε έχω στην κατοχή μου»), και ομοέτυμο του freight.
Δείτε και: for-, own: κατέχω/έχω στην ιδιοκτησία μου. Επίθετο μεσοαγγλικής ετυμολογίας, παθητική μετοχή του ρήματος fraughten < μέσα ολλανδικά: vrachten. Συγκρίνετε με το freight (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /frɔːt/
Επίθετο
fraught (en)
- (μεταφορικά) (συνηθέστερο) αγχογόνος, ανησυχητικός, αγχωτικά έντονος, συναισθηματικά θορυβικός (που γεννά αρνητικά συναισθήματα και δεν εφησυχάζει)
- γεμάτος με (κάτι αρνητικό, πχ συναίσθημα, φόβο, ανησυχία κτλ.)
- (κατ' επέκταση) ανεξέλεγκτος, επικίνδυνα επισφαλής, δυνητικά επιβλαβής/καταστροφικός
- φορτωμένος (πχ με εμπόρευμα)
- γεμάτος, φίσκα, τίγκα, παραγεμισμένος, παραφορτωμένος, βαρυφορτωμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.