formally
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | formally |
| συγκριτικός | more formally |
| υπερθετικός | most formally |
Επίρρημα
formally (en)
- τυπικά, με πολύ σωστό τρόπο που είναι κατάλληλος για επίσημες ή σημαντικές περιστάσεις
- ↪ He greeted him formally.
- Τον χαιρέτησε τυπικά.
- ↪ He dresses very formally.
- Ντύνεται πολύ τυπικά.
- ≠ αντώνυμα: informally
- ↪ He greeted him formally.
- τυπικά, επίσημα, με τρόπο που ακολουθεί τους επίσημους κανόνες
- ↪ a marriage formally and effectively dead - ένας γάμος τυπικά και ουσιαστικά νεκρός
- ↪ The new government formally repealed laws that had over time become irrelevant.
- Η νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει.
- ≈ συνώνυμα: officially
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.