flounder

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

flounder (en)

Ρήμα

flounder (en)

  1. σπαρταρώ όπως το ψάρι έξω από το νερό
  2. κάνω αδέξιες προσπάθειες να κινηθώ μέσα από νερά, λάσπη, χιόνια ή να ανακτήσω την ισορροπία μου, παραπαίω
  3. συμπεριφέρομαι αδέξια ή ευρισκόμενος σε σύγχυση, προσπαθώντας να βρω τι πρέπει να πω ή να κάνω σε μια δυσκολία
  4. η συχνότερη χρήση: πασχίζω, αντιμετωπίζω πολύ σοβαρά προβλήματα
    a floundering economy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.