flounder

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
flounder (en)
- (ιχθυολογία) γλώσσα (επίπεδο ψάρι της οικογένειας Pleuronectidae ή Bothidae)

Ρήμα
flounder (en)
- σπαρταρώ όπως το ψάρι έξω από το νερό
- κάνω αδέξιες προσπάθειες να κινηθώ μέσα από νερά, λάσπη, χιόνια ή να ανακτήσω την ισορροπία μου, παραπαίω
- συμπεριφέρομαι αδέξια ή ευρισκόμενος σε σύγχυση, προσπαθώντας να βρω τι πρέπει να πω ή να κάνω σε μια δυσκολία
- η συχνότερη χρήση: πασχίζω, αντιμετωπίζω πολύ σοβαρά προβλήματα
- a floundering economy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.