παραπαίω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αρχαία ελληνική: παραπαίω < παρα- + παίω

Ρήμα

παραπαίω, μετοχή ενεστώτα: παραπαίων

  1. πάω πέρα δώθε, κινούμαι με αστάθεια κάνω αδέξιες προσπάθειες να κινηθώ ή να διατηρήσω την ισορροπία μου
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρίζομαι από αστάθεια
    η οικονομία παραπαίει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.