παραπαίω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρχαία ελληνική: παραπαίω < παρα- + παίω
Ρήμα
παραπαίω, μετοχή ενεστώτα: παραπαίων
- πάω πέρα δώθε, κινούμαι με αστάθεια κάνω αδέξιες προσπάθειες να κινηθώ ή να διατηρήσω την ισορροπία μου
- (μεταφορικά) χαρακτηρίζομαι από αστάθεια
- η οικονομία παραπαίει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.