flavor

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
flavor flavors

Ουσιαστικό

flavor (en) (αμερικανική γραφή)

  1. (μη μετρήσιμο) η γεύση, η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
    When you have a cold, food has no flavor.
    Όταν είσαι κρυωμένος, η τροφή δεν έχει γεύση.
  2. (μετρήσιμο) η γεύση, το άρωμα, ένα συγκεκριμένο είδος γεύσης
    ice cream flavors - οι γεύσεις παγωτού
    ice cream with a chocolate/strawberry flavor - παγωτό με άρωμα σοκολάτα(ς)/φράουλα(ς)

Σύνθετα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.