flavor
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| flavor | flavors |
Ουσιαστικό
flavor (en) (αμερικανική γραφή)
- (μη μετρήσιμο) η γεύση, η εντύπωση που δημιουργεί στη γλώσσα κάτι που τρώμε
- ↪ When you have a cold, food has no flavor.
- Όταν είσαι κρυωμένος, η τροφή δεν έχει γεύση.
- ↪ When you have a cold, food has no flavor.
- (μετρήσιμο) η γεύση, το άρωμα, ένα συγκεκριμένο είδος γεύσης
- ↪ ice cream flavors - οι γεύσεις παγωτού
- ↪ ice cream with a chocolate/strawberry flavor - παγωτό με άρωμα σοκολάτα(ς)/φράουλα(ς)
Σύνθετα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.