fence sitter
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| fence sitter | fence sitters |
Ετυμολογία
- fence sitter < fence + sitter (< sit), από τον ιδιωματισμό sit on the fence
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfens ˈsɪt.ər/
Πολυλεκτικός όρος
fence sitter (en)
- το άτομο που διστάζει να λάβει θέση σε ένα ζήτημα, που είναι ουδέτερο ή αναποφάσιστο μεταξύ δυο απόψεων, είτε διότι δεν μπορεί να διαμορφώσει γνώμη, είτε διότι, για διάφορους λόγους, αποφεύγει να υποστηρίξει τη μια ή την άλλη πλευρά
- (δυνητικά μειωτικό) αμφιφυλόφιλος ή πρόσωπο με ακαθόριστο σεξουαλικό προσανατολισμό
- fence-sitter
Συγγενικά
- fence-sitting
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.