fashionable

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός fashionable
συγκριτικός more fashionable
υπερθετικός most fashionable

Ετυμολογία

fashionable < fashion + -able

Επίθετο

fashionable (en)

  1. είμαι της μόδας, μοντέρνος, μοδάτος, ακολουθώ ένα στυλ που είναι δημοφιλές σε μια συγκεκριμένη εποχή
    The miniskirt is fashionable again.
    Το μίνι είναι πάλι της μόδας.
    fashionable outfit/piece of clothing/shoe/hairstyle - μοντέρνο ντύσιμο/ρούχο/παπούτσι/χτένισμα
  2. μοντέρνος, χρησιμοποιούνται ή επισκέπτονται άνθρωποι που ακολουθούν μια τρέχουσα μόδα, ειδικά από πλούσιους ανθρώπους
    a fashionable hotel - ένα μοντέρνο ξενοδοχείο

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.