extravagant

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός extravagant
συγκριτικός more extravagant
υπερθετικός most extravagant

Επίθετο

extravagant (en)

  1. πολυτελής, ξοδεύω πολύ περισσότερα χρήματα ή χρησιμοποιώ πολύ περισσότερα πράγματα από όσα έχω τη δυνατότητα να ή από ό,τι είναι απαραίτητο
    extravagant tastes - πολυτελή γούστα
  2. υπερβολικός, που κοστίζει πολύ περισσότερα χρήματα από ό,τι έχω ή είναι απαραίτητο
    The fee for heavy bags is extravagant.
    Η χρέωση για τις βαριές βαλίτσες είναι υπερβολική.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη excessive
  3. υπερβολικός, για ιδέες, ομιλία ή συμπεριφορά που είναι πολύ ακραία ή εντυπωσιακή αλλά όχι λογική ή πρακτική
    I don’t really believe him, he is always extravagant in his descriptions.
    Δεν τον πολύ πιστεύω, είναι πάντα υπερβολικός στις περιγραφές του.

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Επίθετο

extravagant (fr)



Ρουμανικά (ro)

Επίθετο

extravagant (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.