expel
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | expel |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | expels |
| αόριστος | expelled |
| παθητική μετοχή | expelled |
| ενεργητική μετοχή | expelling |
Ρήμα
expel (en)
- διώχνω, αποβάλλω, κάνω επίσημα κάποιον να φύγει από ένα μέρος, ειδικά ένα σχολείο ή έναν οργανισμό
- απελαύνω, εξοβελίζω, αποσκορακίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει από μια χώρα
- αποβάλλω, βγάζω με δύναμη κάτι από μέρος του σώματος ή από δοχείο
- ↪ The graft is often expelled as a foreign body.
- Το μόσχευμα συχνά αποβάλλεται ως ξένο σώμα.
- ↪ The graft is often expelled as a foreign body.
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.