enthrall

Αγγλικά (en)

ενεστώτας enthrall
γ΄ ενικό ενεστώτα enthralls
αόριστος enthralled
παθητική μετοχή enthralled
ενεργητική μετοχή enthralling

Ρήμα

enthrall (en)

  • (μεταβατικό, αμερικανικά αγγλικά) συναρπάζω, είναι τόσο ενδιαφέρον, όμορφο κτλ. που του δίνω όλη μου την προσοχή
    She had enthralled the children with her stories.
    Είχε συναρπάσει τα παιδιά με της ιστορίες της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη fascinate

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.