ea

Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος αντωνυμίας

ea (la)

  1. ονομαστική και αφαιρετική ενικού, θηλυκού γένους του is
  2. ονομαστική και αιτιατική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (id) του is

Κλίση

Οριστική Αντωνυμία
ενικός
πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική is ea id
γενική eius eius eius
δοτική ei ei ei
αιτιατική eum eam id
κλητική - - -
αφαιρετική eo ea eo
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ei/ii/i eae ea
γενική eorum earum eorum
δοτική eis/iis eis/iis eis/iis
αιτιατική eos eas ea
κλητική - - -
αφαιρετική eis/iis eis/iis eis/iis
(Οριστικές Αντωνυμίες)

Ρουμανικά (ro)

Αντωνυμία

ea (ro)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.